- ακαταστασία
- η (Α ἀκαταστασία) [ἀκατάστατος]ανωμαλία, ταραχή, αναρχίανεοελλ.η έλλειψη τάξης, η αταξίααρχ.1. η ανικανότητα για ορθοστασία«τοῡ σώματος ἀκαταστασία» (Χρύσιππος Στωικ. 3, 121)2. η αστάθεια, η ελαφρότητα τού χαρακτήρα (Αρτεμίδ. 2, 68, Πολ. 7, 4, 8).
Dictionary of Greek. 2013.